- οπισθόβουλος
- η , ο [ος , ον ] имеющий заднюю мысль; коварный, неискренний
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπισθόβουλος — η, ο 1. αυτός που ενεργεί με οπισθοβουλία, υστερόβουλος 2. (για ενέργειες) αυτός που ενέχει υστεροβουλία. επίρρ... οπισθοβούλως με οπισθοβουλία, υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερό βουλος. Η λ.… … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθοβουλία — η πρόθεση ή ενέργεια που αποκρύπτεται πονηρά για επιδίωξη ορισμένου σκοπού, υστεροβουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθόβουλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek